Υπόμνημα απέστειλαν προς τον πρόεδρο της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής κο Σεβαστάκη, οι δύο μουφτήδες Ξάνθης και Κομοτηνής Μεμέτ Εμίν Σινίκογλου και Μέτσο Τζεμαλή.
Ακολουθεί το σχετικό υπόμνημα:
ΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΜΟΥΦΤΗΔΩΝ ΣΤΗΝ ΔΙΑΡΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΜΟΡΦΩΤΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
Αξιότιμε Κύριε Πρόεδρε.
Ειλικρινά ευχαριστούμε για το υπό ημερομηνία 13 Δεκεμβρίου 2017 έγγραφό σας, που μας αποστείλατε και την πρόσκλησή σας, να εμφανισθούμε την προσεχή Τετάρτη, κατά τη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων, κατά την συζήτηση επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, που αφορά την τροποποίηση νομοθετικών διατάξεων, όσον αφορά το παραπάνω θέμα.
Ευχαριστούμε, που με το έγγραφό σας, μας παρέχετε η ευχέρεια να υποβάλλουμε με υπόμνημά μας τις απόψεις μας επί του σχεδίου νόμου, διότι η μετακίνησή μας στην Αθήνα, μάλλον είναι δύσκολη.
Κατά τις διεργασίες καταρτίσεως του παραπάνω σχεδίου νόμου, είχαμε την ευκαιρία να θέσουμε υπόψη του κ. Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων τις απόψεις μας, με υπόμνημά μας υπό ημερομηνία 24.11.2017, όπως και προφορικά, με την ευκαιρία καθόδου μας στο Υπουργείο. Επιτρέψτε μας να εκφράσουμε την απογοήτευσή μας, καθόσον στο σχέδιο νόμου που τελικά καταρτίσθηκε και τίθεται προς συζήτηση, οι απόψεις μας έχουν αγνοηθεί πλήρως. Ελπίζουμε το παρόν υπόμνημα, με την διατύπωση των απόψεων των Μουφτήδων της Θράκης προς την αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, να ληφθεί υπόψη, όχι οπωσδήποτε με επακόλουθο την αποδοχή όσων υποστηρίζουμε, αλλά τουλάχιστον να διανθίσουν γόνιμα τον προβληματισμό των μελών της Επιτροπής.
Έχουμε επίγνωση, οι παραδόσεις που συνέχουν τον κοινοτικό βίο της μεγίστης πλειοψηφίας των Ελλήνων, αλλά και κατά τα αψευδή δείγματα των στατιστικών στοιχείων, δίκαια η Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως μια χριστιανική ορθόδοξη χώρα. Οπότε, η παράδοση ανεκτικότητας και σεβασμού του ελληνικού κράτους προς τους Μουσουλμάνους πολίτες του, αποκτά γνωρίσματα εξαιρετικού πολιτικού πολιτισμού, που υπερβαίνουν θετικά τις δεσμεύσεις συνταγματικών διατάξεων για την κατοχύρωση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως και της ελευθερίας της λατρείας.
Στις δεκαετίες του 1910 και του 1920 το ελληνικό κράτος εξέδωσε δύο σημαντικούς νόμους. Το νόμο 147/1914 και το νόμο 2345/1920, με τους οποίους έχει υιοθετήσει τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, ως στοιχείο της έννομης τάξης της χώρας μας και έχει αναγνωρίσει τον Μουφτή, ως φυσικό δικαστή των Μουσουλμάνων ελληνικής ιθαγένειας (πρβλ. άρθρο 8 εδ. α” Συντάγματος), εντός των πλαισίων της θρησκευτικής κοινότητάς τους.
Η επικείμενη τροποποίηση, για την προαιρετική πλέον ρύθμιση βιοτικών σχέσεων από κανόνες του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου και κατ” ακολουθία υπαγωγής τους στην εξαιρετική δικαιοδοσία του Μουφτή ως Ιεροδίκη, κατανοούμε ότι επιβάλλεται από τις συνθήκες της εποχής μας. Οι ραγδαίες αλλαγές, που σχεδόν σε όλα τα πεδία της ζωής και των ομοθρήσκων μας έχουν εισβάλλει, δεν είναι σοφό να παραβλεφθούν. Είναι όμως αναγκαίο να επισημανθεί, για την πληρέστερη ενημέρωση των μελών της Επιτροπής σας, ότι κανένα μέλος της Μουσουλμανικής Μειονότητας, δεν ήταν εξαναγκαστικά δεσμευμένο, οπωσδήποτε να υπαχθεί στον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο, προκειμένου να ρυθμίσει τα σχετικά με τον γάμο του και τις εν γένει οικογενειακές σχέσεις του. Ουδείς Μουσουλμάνος, άνδρας ή γυναίκα, που επέλεξε να τελέσει πολιτικό γάμο, δεν θεωρήθηκε απόβλητος από την Θρησκευτική μας Κοινότητα. Με επίταση επαναλαμβάνουμε, ότι ποτέ, κανένας Μουσουλμάνος, που δεν επιθυμούσε να θρησκεύει, αλλά προσλάμβανε την ισλαμική παράδοση ως στοιχείο της πολιτισμικής του ταυτότητας και μόνο, δεν εκβιάστηκε να εφαρμόσει τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο στη ζωή του!
Επιτρέψτε μας να επιστήσουμε την προσοχή των μελών της Επιτροπής σας στα εξής δεδομένα. Μουσουλμάνοι ιεροδίκες, που εφαρμόζουν τον Ιερό Νόμο, υπάρχουν στις εξής χώρες της Δύσης, χωρίς να θεωρούνται “υπανάπτυκτες”:
Ισραήλ:-Ο ισλαμικός νόμος αποτελεί μία από τις νομοθετικές παραμέτρους που αφορούν τους Μουσουλμάνους Ισραηλινούς πολίτες. Ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος ρυθμίζει στο Ισραήλ όλες τις προσωπικές σχέσεις (προσωπική κατάσταση, οικογενειακές και κληρονομικές σχέσεις) των Μουσουλμάνων πολιτών του Κράτους.
Μεγάλη Βρετανία: Στην χώρα αυτή υπάρχουν περίπου ογδόντα πέντε (85) μουσουλμανικά ιεροδικεία. Η προσφυγή σ” αυτά των Μουσουλμάνων Βρετανών είναι προαιρετική, αλλά οι αποφάσεις που εκδίδουν είναι δεσμευτικές, κάτι που έχει αναγνωρισθεί από την Βουλή των Λόρδων, ως ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι τακτικοί δικαστές της Βρετανίας, ενημερώνονται για τις αστικές ρυθμίσεις της Σαρία, ώστε να είναι σε θέση να επιληφθούν υποθέσεων, που είχαν ως γενεσιουργό αιτία της έννομης σχέσης την ισλαμική δικαιοταξία.
Καναδάς, Οντάριο: Στο Οντάριο υπάρχουν αναγνωρισμένα από την πολιτεία μουσουλμανικά ιεροδικεία, που εφαρμόζουν τον ιερό Νόμο του Ισλάμ από το 2004.
Γερμανία: Στην Γερμανία δεν υπάρχουν ιεροδικεία, αλλά οι τακτικοί δικαστές, συχνά λαμβάνουν υπόψη τους ρυθμίσεις του μουσουλμανικού νόμου, για να επιλύσουν διαφορές μεταξύ Μουσουλμάνων, όταν η έννομη σχέση έχει συσταθεί με βάση την Σαρία.
Επιτρέψτε μας να υποβάλλουμε δύο παρατηρήσεις, εν είδει προτάσεων, για να περιληφθούν στο υπό συζήτηση σχέδιο νόμου.
1.- Η δικαιοταξία του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου ως προς την ρύθμιση βιοτικών σχέσεων Μουσουλμάνων ελληνικής ιθαγένειας, υπερβαίνει τα γεωγραφικά όρια της Θράκης και εκτείνεται σε όλη την επικράτεια, με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα. Επίσης, είναι γνωστό ότι Μουσουλμάνοι κατοικούν, σχεδόν σε κάθε γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδος και ιδίως στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη, όπου έχουν εγκατασταθεί από την δεκαετία του 1960, προερχόμενοι από την Θράκη.
Η λειτουργία Ιεροδικείων προβλέπεται κατά το νόμο, στις έδρες των Μουφτειών. Από τη στιγμή που σύμφωνα με το υπό συζήτηση σχέδιο νόμου, θα αναγνωρίζεται στους Μουσουλμάνους ελληνικής ιθαγένειας, δικαίωμα επιλογής μεταξύ των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων και των μουσουλμανικών Ιεροδικείων, έχομε τη γνώμη, ότι πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη, ώστε τα Ιεροδικεία των Μουφτειών της Θράκης να έχουν αρμοδιότητα επί της λύσης θρησκευτικού μουσουλμανικού γάμου, όπως επίσης να επιλύουν διαφορές επί υποθέσεων διατροφής συζύγου και τέκνων, επιμέλειας τέκνων διαζευγμένων γονέων, στα πλαίσια των διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας ή μόνιμης διαμονής τους των ενδιαφερομένων.
2.- Αν δεν υπάρχει σύμφωνη γνώμη μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, ως προς την επιλογή δικαιοδοσίας, η υπόθεση να εισάγεται ενώπιον του Μουφτή, χάριν της διαφύλαξης της ασφάλειας δικαίου, σύμφωνα με το μέχρι τούδε ισχύον καθεστώς και της συνδρομής μη μαχητού τεκμηρίου δικαιοδοσίας υπέρ του μουσουλμανικού ιεροδικείου.
Η προηγούμενη πρότασή μας, υπέρ της συνδρομής αμάχητου τεκμήριου δικαιοδοσίας του Μουφτή ως ιεροδίκη, στις περιπτώσεις που τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν έχουν συναποφασίσει, σε υποθέσεις οικογενειακών διαφορών και ιδίως λύσης θρησκευτικού μουσουλμανικού γάμου, ως προς την υπαγωγή της υπόθεσής τους στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια, εδράζεται στα ακόλουθα δεδομένα:
Στο Ισλάμ, ο γάμος είναι μια διαπροσωπική σύμβαση ή συμφωνία, μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Απαιτείται η συνδρομή της συναίνεσης των μελλονύμφων για την σύναψη του γάμου, ως προϊόντος ελεύθερης βούλησης.
Η ιερότητα του μουσουλμανικού γάμου αναφέρεται κατ” αρχήν στον βαθύτατα προσωπικό χαρακτήρα της συμφωνίας αυτής, αλλά και στις ικεσίες που απευθύνονται στον Θεό και την ανάγνωση επίκαιρων αποσπασμάτων από το ιερό Κοράνιο κατά την τελετή.
Για το υποστατό ενός γάμου σύμφωνα με τους κανόνες του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου πρέπει να τηρηθούν οι εξής προϋποθέσεις, χωρίς τις οποίες ο γάμος είναι άκυρος.
α) Η δήλωση συναίνεσης προς σύναψη του γάμου, των υποψηφίων συζύγων, πρέπει να διατυπωθεί ενώπιον δύο ενήλικων Μουσουλμάνων μαρτύρων. Στην Θράκη, η παραπάνω δήλωση προς σύναψη γάμου γίνεται ενώπιον του Μουφτή ως ιεροδίκη ή ενώπιον Ιμάμη.
β) Στοιχείο που συνάπτεται με τη νόμιμη υπόσταση ενός γάμου κατά την μουσουλμανική δικαιοταξία, είναι η γραπτή συμφωνία μεταξύ των υποψηφίων συζύγων, που υπογράφεται από τους ίδιους και τους μάρτυρες και πέραν των άλλων, έχει και οικονομικό περιεχόμενο. Σε χώρες της Δόσης που προβλέπονται ως νόμιμα τα προγαμιαία σύμφωνα, η έγγραφη γαμήλια συμφωνία του μουσουλμανικού γάμου, που λέγεται nikah (νικιά), παρομοιάζεται με το προγαμιαίο σύμφωνο. Η διαφορά είναι, ότι το γαμήλιο σύμφωνο μεταξύ δύο Μουσουλμάνων υποψήφιων συζύγων είναι αναγκαίο και απαραίτητο για την υπόσταση Του γάμου, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με το προγαμιαίο σύμφωνο, που συναντούμε σε οικογενειακά δίκαια δυτικών χωρών.
Το οικονομικό περιεχόμενο του γαμήλιου συμφώνου ονομάζεται mahr (μεχίρ). Πρόκειται για μια επίσημη, δεσμευτική σύμβαση, που αναφέρεται στις υποχρεώσεις και τις ευθύνες του συζύγου απέναντι στην σύζυγο. Το μεχίρ, που θα μπορούσε να αποδοθεί στην ελληνική γλώσσα, ως “γαμήλια οικονομική δέσμευση του συζύγου απέναντι στην σύζυγο”, αναφέρεται στην καταβολή χρημάτων ή στην παροχή – άλλων περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους του συζύγου προς την σύζυγο. Αυτές οι καταβολές ή παροχές έχουν δύο σκέλη, εκείνες που γίνονται ακριβώς πριν από την ολοκλήρωση της γαμήλιας τελετής και εκείνες που έχουν υποσχετικό χαρακτήρα και οφείλονται εκ μέρους του συζύγου προς την σύζυγο, στην περίπτωση διαζυγίου.
Αν επιλεγεί στον υπό συζήτηση σχέδιο νόμου, η συνδρομή του τεκμήριου δικαιοδοσίας των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, όταν τα διάδικα μέρη, μολονότι ο γάμος τους είχε τελεσθεί κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο, δεν έχουν καταλήξει σε κοινή συμφωνία μεταξύ τους ως προς την επιλογή δικαιοδοσίας για την λύση του γάμου τους και την ρύθμιση παρεπόμενων μετά το διαζύγιο θεμάτων, είναι βέβαιο ότι θα εμφανισθεί το φαινόμενο, Μουσουλμάνοι άνδρες να προσφεύγουν στα τακτικά δικαστήρια για την λύση του γάμου τους, προκειμένου να αποφύγουν οικονομικές υποχρεώσεις απέναντι στις συζύγους τους, που ανέλαβαν επίσημα και εγγράφως κατά την τέλεση του γάμου. Μια τέτοια συμπεριφορά όμως, αποτελεί αναμφίβολα καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, η οποία δεν είναι ανεκτή, κατά το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα και κατά την διάταξη του άρθρου 25 παράγραφος 3 του Συντάγματος. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο καθηγητής Κώστας Μπέης, η άσκηση μιας αγωγής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων «δεν είναι τίποτε άλλο, παρά άσκηση του γενικότερου δημόσιου δικαιώματος για δικαστική ακρόαση και προστασία που κατοχυρώνει σε καθέναν το Σύνταγμα (άρθρο 20 παράγρ. 1)». Αν εισαχθεί το τεκμήριο της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, όταν τα ενδιαφέρομενα μέρη, αν και τέλεσαν θρησκευτικό μουσουλμανικό γάμο, δεν έχουν συναποφασίσει υπέρ της δικαιοδοσίας των τακτικών δικαστηρίων ως προς το διαζύγιό τους, τότε θα εμφανιστεί το φαινόμενο, ένας νόμος, στην προκειμένη περίπτωση το υπό συζήτηση σχέδιο νόμου, αν δεν επέλθουν αλλαγές στις ρυθμίσεις που έχομε υπόψη μας, να προσφέρει την ευχέρεια σε πολίτες, να ασκήσουν δικαίωμα κατά τρόπο που αποτελεί μη ανεκτή κατάχρηση δικαιώματος.
Οι Προς Ύψιστον Ευχέτες
Ο Μουφτής Κομοτηνής ΜΕΤΣΟ ΤΖΕΜΑΛΗ
Ο Μουφτής Ξάνθης ΜΕΜΕΤ ΕΜΙΝ ΣΙΝΙΚΟΓΛΟΥ
Azınlıkça'yı Google Haberlerde takip et
Azınlıkça'yı Facebook'ta takip et
Azınlıkça'yı Twitter'da takip et