Η Τουρκία δεν έχει να κερδίσει, αλλά μόνο να χάσει εάν συνεχίσει την προκλητικότητα, διεμήνυσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μετά τη Σύνοδο Κορυφής, υπενθυμίζοντας το ισχυρό μήνυμα της Ευρώπης στην Άγκυρα.
«Ξεκάθαρο μήνυμα προς την Τουρκία και σίγουρα το πιο ισχυρό που έχει διατυπωθεί από την ΕΕ στην ιστορία της, όσον αφορά στο Αιγαίο», χαρακτήρισε ο Ελληνας Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας την αναφορά του κειμένου των συμπερασμάτων.
«Μαζί με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη, είχαμε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε τις κλιμακούμενες προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας ιδίως σε σχέση με την Κυπριακή ΑΟΖ και το Αιγαίο. Στο πλαίσιο αυτό τόνισα ότι η Ελλάδα θα επιχειρεί πάντα να αξιοποιεί τους διαύλους επικοινωνίας που έχει – με μεγάλο κόπο – ανοίξει. Θα συνεχίσει να στηρίζει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, παρότι είναι προφανές ότι η γείτονας κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση. Θα συνεχίσει να στηρίζει την προσπάθεια να υπάρξει συνεργασία με την Τουρκία στην αντιμετώπιση των σημαντικών περιφερειακών προκλήσεων (στο μεταναστευτικό και στην ασφάλεια) και στην αξιοποίηση των μεγάλων οικονομικών ευκαιριών που παρουσιάζονται στην περιοχή μας. Θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει με ψυχραιμία και νηφαλιότητα οποιαδήποτε δυσκολία, όπως οφείλει να κάνει μια ευρωπαϊκή χώρα που επιδιώκει την ειρήνη, την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή της. Αλλά θα πρέπει να είναι σαφές – απολύτως σαφές – προς όλους, ότι η Ελλάδα προασπίζει και θα συνεχίσει να προασπίζει στο ακέραιο και με αποφασιστικότητα τα κυριαρχικά της δικαιώματα έναντι οποιασδήποτε απειλής και αμφισβήτησης», είπε.
Ο πρωθυπουργός τόνισε ότι «στην προάσπιση αυτών των συνόρων – που είναι σύνορα της ΕΕ – χρειάζονται πια ξεκάθαρες ευρωπαϊκές εγγυήσεις για να προχωρήσει οποιοσδήποτε ευρωτουρκικός διάλογος. Πρέπει να γίνει σαφές στην Τουρκία ότι οφείλει να εγκαταλείψει λογικές διαρκούς προκλητικότητας, καθώς από αυτές, δεν έχει να κερδίσει απολύτως τίποτα, παρά μόνο να χάσει. Στο πλαίσιο αυτό και λαμβάνοντας αυτές τις εγγυήσεις, υποστήριξα την πραγματοποίηση της Συνόδου της Βάρνας», εξήγησε.
«Ασφαλώς, είχα την ευκαιρία να ενημερώσω τους εταίρους μας για την συνεχιζόμενη κράτηση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στην Τουρκία, ζητώντας εγγυήσεις ότι το ζήτημα θα εγερθεί στη Βάρνα. Όπως γνωρίζετε εξασφαλίσθηκε σαφής αναφορά στην ανάγκη για γρήγορη, θετική επίλυση του ζητήματος στα Συμπεράσματα και το θέμα θα εγείρουν ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με τον Πρόεδρο Ερντογάν», σημείωσε.
Για τους δύο, επανέλαβε ότι «έχουμε ένα γεγονός που θα μπορούσε να έχει λυθεί την ίδια μέρα, δεν λύθηκε και αυτό μας προβληματίζει, έχουμε τη μεταφορά των δύο Ελλήνων στρατιωτικών σε φυλακές υψηλής ασφάλειας στην Ανδριανούπολη και την εδώ και 20 μέρες παραμονή τους εκεί, χωρίς να έχει προχωρήσει η διαδικασία, χωρίς να ξέρουμε γιατί κατηγορούνται. Αυτό γεννά ερωτηματικά και καχυποψία. Όσο πιο γρήγορα λυθεί, τόσο πιο γρήγορα θα έρθουν οι σχέσεις εκεί που θα έπρεπε να είναι. Οποιος θέλει να μεταφράσει ένα απλό περιστατικό σε όρους ομηρείας, θα πρέπει να το ξανασκεφτεί».
Ο Πρωθυπουργός ενημέρωσε και για την συνομιλία του με τον Πρόεδρο Πούτιν. «Τον ενημέρωσα για τις θέσεις μας σε σχέση με την Τουρκία, ενόψει της συνάντησής του με τον Πρόεδρο Ερντογάν στις 3 Απριλίου στην Κωνσταντινούπολη».
«Να αφήσουμε ανοιχτό το δίαυλο επικοινωνίας με τη Ρωσία και να περιμένουμε τα αποτελέσματα της έρευνας. Όταν μιλάμε για διάλογο, η Ελλάδα το κάνει με τις πράξεις μας στις πιο δύσκολες συνθήκες. Γιατί στην περίπτωση των παραβιάσεων της δικής μας κυριαρχίας, δεν έχουμε υψηλή πιθανότητα, αλλά δεδομένα. Δεν ζητάμε να σταματήσουμε να μιλάμε με Τουρκία. Το ίδιο «συμβούλευσα» και τους εταίρους μας», είπε.
Azınlıkça'yı Google Haberlerde takip et
Azınlıkça'yı Facebook'ta takip et
Azınlıkça'yı Twitter'da takip et