Για τη Ρεφικά, που έγραφε ποιήματα και χάζευε τα τρένα... - Azınlıkça
Ειδήσεις

Για τη Ρεφικά, που έγραφε ποιήματα και χάζευε τα τρένα…

Για τη Ρεφικά, που έγραφε ποιήματα και χάζευε τα τρένα...

Πότε τη γνώρισα τη Ρεφικά; Το 1997, όταν ήρθα στην Κομοτηνή. Η δασκάλα που σχεδόν ποτέ δεν δούλεψε ως δασκάλα, η απόφοιτη του Πανεπιστημίου της Αδριανούπολης αλλού τράβηξε…

“Εσωτερικό ημερολόγιο”

Είμαι εγώ αυτή

που κοιτά τον χάρτη

που γράφει μια ιστορία στο χαρτί.

Να σωπάσω, να σωπάσω

Να μπορέσω να ζω χωρίς να μιλώ

Να γράφω

ποιήματα ιστορίες.

Είμαι εγώ αυτή

που μαγειρεύει

φτιάχνει γλυκά

που συμμαζεύει το σπίτι.

Να ταξιδέψω, να ταξιδέψω

Να φτάσω σε κάθε χωριό και πολιτεία

Να αφουγκραστώ την ευτυχία

Τον πόνο των ανθρώπων

Ν’ ακουστώ κι’ εγώ.

(Αφιέρωμα του περιοδικού «Εξώπολις», επιμέλεια Τζένη Κατσαρή)

Πότε τη γνώρισα τη Ρεφικά; Το 1997, όταν ήρθα στην Κομοτηνή. Η δασκάλα που σχεδόν ποτέ δεν δούλεψε ως δασκάλα, η απόφοιτη του Πανεπιστημίου της Αδριανούπολης αλλού τράβηξε. Άλλωστε μια άθεη, αριστερή μειονοτική γυναίκα ήταν δύσκολο να δουλέψει τότε στα πέτρινα χρόνια. Λιανοκόκαλη, έντονη κάπνιζε συνέχεια. Μόνη, εξόριστη, μόνο κάποιοι φίλοι κοντά της. Τότε που έβγαζε την «Αϊρλέ Μπιρλίκ», μια εφημεριδούλα για τη γυναίκα και τη λογοτεχνία. Στο μυαλό της καρφωμένος ο Ναζίμ Χικμέτ. Απέναντί της οι κραταιοί εθνικισμοί. Κάποτε θυμάμαι είχα γράψει στον «Παρατηρητή της Θράκης» ένα σχόλιο με τίτλο «Η Αγία Ρεφικά». Το ίδιο βράδυ ο τότε Τούρκος πρόξενος της είπε ότι μπορεί τώρα να πάει στην Τουρκία αν θέλει. Δεν πήγε ποτέ. Οι φίλοι της ήταν λίγοι και «σημαδεμένοι», είτε πλειονοτικοί ήταν αυτοί είτε μειονοτικοί. Συνέχεια ήταν μέσα σε χαρτιά, σε στίχους και στάχτες από τα τσιγάρα. Παντού στο μικρό σπίτι της στην πόλη έβλεπες βιβλία και περιοδικά για τη λογοτεχνία και τη γυναίκα. Όταν λίγα χρόνια μετά τον θάνατό της ο Σύλλογος Επιστημόνων της Μειονότητας είχε κάνει μια εκδήλωση για τη λογοτεχνία της μειονότητας, απουσίαζαν από το αφιέρωμα αυτό τόσο η Ρεφικά Ναζίμ όσο και ο Μεμέτ Τσολάκ. Ο λόγος ήταν απλός: Ας μείνουν στην αφάνεια τα «φαντάσματα» και οι ενοχές. Κουβεντιάζαμε ώρες πολλές για τη μειονότητα, για την πλειονότητα, για την Τουρκία και την Ελλάδα. Αλλά πάνω απ’ όλα κουβεντιάζαμε για τις ματαιωμένες ζωές των γυναικών της μειονότητας. Εκεί ήταν το πάθος της, εκεί η γραφή της, μάζευε στάλα-στάλα στιγμές από τις ζωές αυτές και τις έκανε στίχους, τις έκανε κείμενα στην εφημερίδα. Έδινε λόγο στις σιωπές, αυτό προσπαθούσε να κάνει και αυτό την τσάκισε. Πώς στ’ αλήθεια να περπατήσεις πάνω στα σπασμένα γυαλιά χωρίς να κοπείς; Δεν γίνεται. Αυτό έκανε η Ρεφικά, τα πόδια της ήταν πάντα ματωμένα. Πολλές φορές θύμωνε με τους ανθρώπους που την αγαπούσαν. Αλλά έτσι είναι οι παθιασμένοι άνθρωποι. Ακόμη και τα λάθη τους έχουν πάθος και πείσμα. Η γραφή της δεν ήταν ήρεμη και υπαινικτική. Ήταν μια γραφή δηκτική, ειρωνική, οργισμένη. Γιατί δεν μπορούσε να συμφιλιωθεί με αυτά που έβλεπε. Τι σημαίνει, σκεφτόμουν, ανήσυχο μυαλό εκείνα τα χρόνια τα πέτρινα; Σήμαινε βάσανο και όχι βάλσαμο.

Κάποιες φορές συναντιόμασταν στο καφέ του σιδηροδρομικού σταθμού της Κομοτηνής. Χάζευε τα τρένα. Ταξίδευε. Αλλά το μυαλό της πάντα γυρνούσε στα γραφτά που περίμεναν να ολοκληρωθούν, στην εφημερίδα που έπρεπε να πάει στο τυπογραφείο, στα βιβλία που έπρεπε να διαβάσει. Αυτά και τις μνήμες της πήρε στο νοσοκομείο και ύστερα στο σπίτι στο χωριό, στον Μίσχο της Ροδόπης, αυτά τη συνόδευαν μέχρι που πέθανε. Και στην κηδεία της ήταν λίγοι άνθρωποι από το χωριό και οι φίλοι της. Κανείς επιφανής. Άλλωστε, για τους εξόριστους δεν υπάρχει συγγνώμη. Και οι στίχοι της ήταν εξόριστοι. Όπως άλλωστε αρμόζει σε ανθρώπους που κατέθεσαν δημόσια τον αντισυμβατικό λόγο τους σε μια κοινωνία βαθύτατα συντηρητική, είτε μειονοτική είτε πλειονοτική.

Η Ρεφικά είχε βγει έξω από τις φόρμες. Αυτό το πλήρωσε με την ίδια της τη ζωή. Μα κάπου μέσα μου νιώθω ότι όσα έσπειρε κάποιον τόπο θα πιάσουν. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα, μυστικά νοηματοδοτούν τη ζωή μας οι εξόριστοι στίχοι. Είναι αυτή η μοίρα τους. Είναι φορές που τη βλέπω να καπνίζει μανιωδώς και να χάνεται μέσα σε στίχους και κείμενα που θα άλλαζαν τον κόσμο, τον κόσμο της. Έναν κόσμο που δεν θ’ αλλάξει ποτέ; Έχω την εντύπωση πως σήμερα θα χαιρόταν με την άνοδο της Αριστεράς. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Πηγή: Αυγή

”Google

Azınlıkça'yı Google Haberlerde takip et

Azınlıkça'yı Facebook'ta takip et

Azınlıkça'yı Twitter'da takip et